-
1 δια-φρέω
δια-φρέω (vgl. εἰς-φρέω), durchlassen; κνίσσαν διὰ τῆς πόλεως οὐ διαφρήσετε Ar. Av. 193; auch Thuc. 7, 32 v. 1. für διαφήσουσι.
1 δια-φρέω
δια-φρέω (vgl. εἰς-φρέω), durchlassen; κνίσσαν διὰ τῆς πόλεως οὐ διαφρήσετε Ar. Av. 193; auch Thuc. 7, 32 v. 1. für διαφήσουσι.